ομοφυλοφιλία

ομοφυλοφιλία
homosexualité

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ομοφυλοφιλία — Κατάσταση ατόμων, τα οποία εμφανίζουν γενετήσια έλξη μόνο για άτομα του ίδιου με αυτά φύλου. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1869 από κάποιον Γερμανό γιατρό γνωστό με το ψευδώνυμο Κέρτμπενυ και, στην κυριολεξία, σημαίνει τη γενετήσια… …   Dictionary of Greek

  • ομοφυλοφιλία — η η ερωτική έλξη (φυσική και συναισθηματική) προς άτομα του ίδιου φύλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπεραίνομαι — ἀντιπεραίνομαι (Α) (για αντρική ομοφυλοφιλία) αλληλοϊκανοποιούμαι με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • κιναιδεία — κιναιδεία, ἡ (Α) [κιναιδεύομαι] 1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία 2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων …   Dictionary of Greek

  • λεσβιασμός — ο [λεσβιάζω] ο λεσβιακός έρωτας, η ομοφυλοφιλία ανάμεσα σε γυναίκες, τριβαδισμός …   Dictionary of Greek

  • ομοφυλοφιλικός — ή, ό [ομοφυλόφιλος] σχετικός με την ομοφυλοφιλία («ομοφυλοφιλικές σχέσεις») …   Dictionary of Greek

  • ουρανισμός — ο (ψυχιατρ.) παθητική ομοφυλοφιλία, ιδίως ανδρική, η οποία εκδηλώνεται με μίμηση τής συμπεριφοράς τού άλλου φύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranisme < γερμ. Uranismus < Ουρανία (Αφροδίτη)] …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • Γουάιλντ, Όσκαρ — (Oscar Wilde, Δουβλίνο 1854 – Παρίσι 1900). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη και επηρεάστηκε από τις απόψεις περί αισθητικής του Τζον Ράσκιν (αν και δεν δέχτηκε ποτέ τη θεωρία του για την ηθική βάση της τέχνης) και του Γουόλτερ Πέιτερ·… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • Λαπαθιώτης, Ναπολέων — (Αθήνα 1888/9 – 1944). Ποιητής. Σπούδασε νομικά, αγαπούσε τη μουσική και είχε είδωλό του τον Όσκαρ Γουάιλντ. Όμορφος και κομψός στα νιάτα του, προπάντων στα χρόνια 1909 17, οπότε, όπως έγραψε ο Τάκης Παπατσώνης «κυριάρχησε σαν μετέωρο αλησμόνητο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”